κακοδιαθεσία

κακοδιαθεσία
η
κακή διάθεση, παροδική αδιαθεσία: Σήμερα έχω μια φοβερή κακοδιαθεσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοδιαθεσία — η κακή διάθεση, αδιαθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Αθηναϊκόν Ημερολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • κακαφόρεση — η [κακαφορούμαι] 1. υποψία για κακό, υπόνοια 2. δυσαρέσκεια, κακοδιαθεσία …   Dictionary of Greek

  • κακοδιάθετος — η, ο αυτός που κατέχεται από κακοδιαθεσία, που έχει κακή διάθεση, ο αδιάθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διάθετος (< διαθέτω), πρβλ. δυσκολο διάθετος, καλο διάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κακοδιαθετώ — έω είμαι κακοδιάθετος, κατέχομαι από κακοδιαθεσία, αδιαθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • παρωτίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της παρωτίδας. Η πιο γνωστή μορφή είναι η επιδημική π. (μαγουλάδες), λοιμώδης νόσος μεγάλης μεταδοτικότητας, που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος προσβάλλει και τους γεννητικούς αδένες, τους δακρυϊκούς αδένες, το πάγκρεας και τις… …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμ, Πολ — (Paul Adam, 1862 – 1920). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1885 με το νατουραλιστικό μυθιστόρημα Τρυφερή σάρκα.Έγραψε μαζί με τον Ζαν Μορεάς τα βιβλία Δεσποινίδες Κουμπέρ (1886) και Τσάι στης Μιράντας (1886). Τις πολιτικές του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”